ζωστήρ

ζωστήρ
ζωστήρ
1 girdle pl. pro s. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν (sc. Πηλεύς) fr. 172. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζωστήρ — a warrior s belt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστήρ — a warrior s belt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστῆρ' — Ζωστῆρα , Ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg Ζωστῆρι , Ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg Ζωστῆρε , Ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρ' — ζωστῆρα , ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg ζωστῆρι , ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg ζωστῆρε , ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστήρ — Αρχαία ονομασία ακρωτηρίου της Αττικής. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Σαρωνικού, κοντά στη σημερινή Βουλιαγμένη. Σύμφωνα με την παράδοση, στον Ζ. στάθμευσε για λίγο η Λητώ, όταν πήγαινε στη Δήλο για να γεννήσει. Εκεί έλυσε τον ζωστήρα της και …   Dictionary of Greek

  • ЗOСTEP — •Ζωστήρ, мыс Аттики, см. Attica, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • Зостер —    • Ζωστήρ,          мыс Аттики, см. Attica, Аттика, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ζωστῆρα — Ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρα — ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστῆρας — Ζωστήρ a warrior s belt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρας — ζωστήρ a warrior s belt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”